Από λόφους διάβαινα τόσο βαρύς και μόνοςΤα πουλάκια λέγανε κι αντιλαλούσε ο λόγγοςλέγανε παμπόνμηρα και σιγοτραγοθδουσαν να σταθώ να στοχαστώ οιαγάπες πώς ανθούσαν:Χρόνους βελανίδια ψηλώνει μα κι αντριεύει, σκέψεις τήνε θρέφουνε, καημός σαν ορμηνεύη. Εύκολα φουντώνει αυτή η μοναχή στιγμούλα και ριζώνει μέσα κει στην άμοιρη καρδούλα.