Ποιο βάρος της πικρόκαρδης κατάρας αποπαίδιξέφυγε από μέσα μου στην πρωινή μαγεία καθώς απ' τον ακρόπυργο θωρούσα το καράβι σαν μια κουκίδα φωτεινή στης θάλασσας στα στήθια; Φαίνονταν μόνο τα πανιά, απόμακρα, μικρά, μαύρη σημαία πλάνευε όσους το προσπερνούσαν, μα μες τα καμαρίνια του οι όμηροι πενθούσαν. Ποιος δαίμονας αόρατος μου απέσπασε τη θλίψη γεμίζοντας με θείο φως της καρδιάς μου τη πλήξη;