Πέτρες... ξανά πέτρες... μια πλαγιά όλο πέτρες, ένας κάμπος ατέλειωτος. Κατεβαίνανε, μάλλον ροβολούσανε κάτω κι' η κατηφόρα δεν έπαιρνε τέλος. Τίποτα δεν ακουγόταν εκτός απ' τις βαρειές πατημασιές που γλίστραγαν, χτυπούσαν στις πέτρες κι' από την ανάσα τους φουσκωμένη, με διαλείψεις, λες και μέσα τους γινόταν σοβαρός διάλογος... Είχανε το συναίσθημα πως θα κατεβαίνανε έτσι συνέχεια, στον αιώνα τον άπαντα ως τα μαύρα Τάρταρα.