Συχνά του ύπνου η συντροφιά με ξαγρυπνούσεώρα πολλή τα λόγια του πάσχιζα να σηκώσωμέσα στης νύχτας την ακάματη τριβή:σιωπή σπαρμένη χώσματα ακάμωτων σωμάτων,κραυγές που δεν ανθίσανε σε γλώσσα ερημική.Τρόμαζα την επιμονή τέτοιας αδυναμίαςψιθύριζα και κάποτε κάτι ειπωμένο αλλούσαν να δειχνε η φωνή μου,σιωπούσα κι ακουγότανε λαλίστατη η σιωπή μου.Συχνά του ύπνου η συντροφιά με βοηθούσε,απ όσα του ύπνου: θάνατος,ό,τι επίμονα δικό να περισώσω.