Ο Γιεβγκένι αγαπά ειλικρινά τη γυναίκα του και το παιδί που εκείνη του χάρισε μόνο που τούτη η αγάπη παραπέμπει περισσότερο σε μια κοινωνική σύμβαση, σε κάτι σαν καθήκον, εν τέλει στην πλήξη... Τον πόθο τον ενσαρκώνει η Στεπανίδα, με τη χωριάτικη απλότητα και τον ζωώδη αυθορμητισμό της...Αμφιλεγόμενος ο πόθος: αφενός πρόκειται για κάτι το φυσικό, άρα είναι θεμιτός, αφετέρου όμως διαταράσσει την οικογενειακή και κοινωνική τάξη, κι επομένως αθέμιτος. Η Στεπανίδα, η οποία στην αρχή περιγράφεται με συμπάθεια, σαν ένα λουλούδι στους αγρούς, σιγά σιγά, όσο εκτυλίσσεται το κείμενο, αρχίζει να αποκτά μια «σατανική» μορφή...