Πήρε τα άγρια βουνά. Μήτε ήξερε πού πήγαινε και πού βρισκόταν. Μέχρι που είδε μες στην ερημιά έναν πύργο. Περπάτησε ως εκεί και έκαμε να χτυπήσει. Μα η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Μπαίνει μέσα, τι να δει; Ένα μεγάλο δωμάτιο, και στη μέση κρεμόταν ένας πολυέλαιος με δώδεκα λαμπάδες κι από κάτω δώδεκα παλικάρια κάθονταν και μιλούσαν?