Μα το σπουργίτι επίμονα τιτίβιζε στο ψύχοςόχι για ψίχουλαμα για ένα απάγκιο μες στο κρύοκαι για το ανοιχτό παραθυρόφυλλοπου θα έχυνε μες στην καρδιά τουτον λαγγεμένο πυρετό τής πιο τρανής φωτιάςβασανισμένου σιδερά από οξειδωμένους χρόνους,μ ένα ζεστό χαμόγελο στα χείλημέσα στο στόμα το βουβόστον παγωμένο ύπνοτου βασιλιά των ξωτικών που πάνω στ άλογό τουφέρνει τα παραμύθια του ντυμένα στη φωτιά τουμες στην ορφάνια γιατρικό για τα άφτερα πουλιάμια νύχτα πάμφωτη από δαδιάσε πείσμα του θανάτου.