Πώς τόλεγαν εκείνο το καράβικανείς τους δεν θυμάται πιακι ας το χαζεύανε ώρες πολλέςκατάφωτο μ' ορθάνοιχτη τη μπουκαπόρταένα τεράστιο καράβιμόνο γι αυτούς ετοιμασμένοάγκυρες βαρειέςκι η θάλασσα σκοτεινήνα γλείφει τρυφερά τα μάγουλά του στηχειμωνιάτικη βραδιάδυο ποτήρια σ' ένα γυμνό πατάριη σερβιτόρα διακριτική σαν ανύπαρκτηνα τους σερβίρει ξανά και ξανάσίγουρο φάνταζε το ταξίδιμε τόση λαχτάρα που πλανιότανεπάνω του οι φλογισμένες τους ματιέςη θάλασσα αταξίδευτη έμεινεκαι το καράβι απορημένοτο άδειο τραπέζι να κοιτά...πώς να το λέγανε εκείνο το καράβικανείς τους δεν θυμάται πια [Από την έκδοση]