Ένα ανάγλυφο τοπίο στην ομίχληφαντάζει η ζωή μου όλη.Σαν στρέφω προς τα πίσω και κοιτάζωλίγες κορφές – στιγμές μονάχα ξεχωρίζω·είν’ ό,τι απ’ την ομίχλη ξεπροβάλλει·είν’ ό,τι από τη λήθη δραπετεύει.Αράθυμος ο νους περιδιαβάζει στο τοπίοαπ’ τις ακίδες που εξέχουν κεντρισμένοςκαθώς αυτές στ’ αυλάκια του εγκέφαλου γλιστράνε·μικρές μεγάλες οι ακίδες, ξέβαθα ή βαθύτερα τα χνάρια γλυκειές, πικρές και οι στιγμές που ζωντανεύουν· μόνο σ’ αυτές ο νους σκοντάφτει και ξυπνάει.Εικόνες παλιές, μουντές, συννεφιασμένεςμε πίκρα και με δάκρυ ποτισμένεςπου ξαναξύνουν τις παλιές πληγές μουκι άλλες ωραίες, χαρωπές, ευτυχισμένεςκαμάρι του εγώ του περασμένουπου γι’ αντιστάθμισμα περήφανα προβάλλουν.Δεν ξέρω αν αξίζει πίσω να κοιτάζω·δεν ξέρω αν θέλωμάτια και σκέψη να γυρνάν στα περασμένα·δεν ξέρω αν προτιμότερο θα ήτανόλα να είχαν σκεπαστεί απ’ την ομίχληόλα να είχαν βυθιστεί μέσα στη λήθη.