Η ΕΛΠΙΔΑ ΖΕΙ ΒΓΑΛΜΕΝΗ από το ποτάμι της φωτιάςμε τα πυρωμένα σίδερα του Αττίλανα καίνε ακόματις παραμορφωμένες σάρκες μουκαι το ξίφος της προδοσίαςμπηγμένο στην καρδιά μουπεριπλανώμαι σε οδυνηρούς λαβύρινθουςστρωμένουςμε τοπία κεραυνώνλίμνες δακρύωνκαι φαράγγια θανάτου.Με το ένα μου ήμισυημιπληγικό και παράλυτοτην ανάσα μου φωσφορίζουσακαι του πόνου το φαρμάκικαθισμένο σο λαιμό μουσέρνομαι σαν κουρέλικαι αγωνίζομαι απέλπιδα να βρωτου λυτρωμού την έξοδο.Χέρια με νύχια γαμψάαπλώνονται στις ματωμένες σάρκες μουκαι ζητούν ν' αρπάξουνό,τι απόμεινεαπό το χρυσάφι της ψυχής μου.Ανήμπορη σε αυτοάμυνααπλώνω χείρα επαιτείας στους ισχυρούςκαι ο όγκος της ταπείνωσηςκάθεται στο στομάχι μουκαι πάει να με συντρίψει.