Πεντοζάλι φορτωμένο ελπίδεςφυτίλι αναμμένο στο κέρδος της λάμψηςκαι σε όλα τα υψίπεδα της Πρωτομαγιάςεργάτες να σπάζουν με βαριοπούλες ιδέες. Αθόρυβα περπατάει το σπίτι στο δρόμοκαι τρίβω τα φτερά μουγια να μη ναυαγήσω στο όνειρο. Δεν είναι κακόνα γκρινιάζεις κοιμώμενοςμα πρόσεχε να μην αφήσειςτη βρύση του κατασχετηρίου ανοιχτήκαι σβήσει η μελωδία του νερούαπό τα βλέφαρά σου. Σκοτώνει ο 'Αδηςτο ύστατο δάκρυ της ταφήςκαι δικαιολογημένα. Μικρή στο μέγεθος η κορυφή του ίσκιουμα πάντα γελαστή και γλυκομίλητησαν μια σταλαγματιά ξυδιούπου έμεινε ορφανή από παράπονοστα δεκαεννιά της.