Ήταν κάποτε μεσάνυχτα βαθιά, κι εγώ κουρασμένος ήμουν χωμένοςσε παλιάς, ξεχασμένης, απόκρυφης γνώσης γραπτό.Καθώς μ' έπιανε ο ύπνος, ξαφνικά ήρθε ένας κτύποςσαν κάποιος σιγανά την πόρτα να κτυπά, θαρρώ«Κάποιος επισκέπτης», είπα, «στην πόρτα στέκει,θαρρώ»,Άλλο τίποτε, μόνο αυτό.